- μηχανολογία
- ηη επιστήμη που ασχολείται με τη σχεδίαση, κατασκευή και συντήρηση μηχανών και μηχανικών εγκαταστάσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μηχανολογία — η τεχνολ. επιστήμη που ασχολείται κυρίως με τη μελέτη, τον σχεδιασμό, την κατασκευή, τη λειτουργία και τη συντήρηση τών μηχανών, καθώς και με την παραγωγή, μετάδοση και χρήση τής μηχανικής ισχύος και θερμότητας καθὼς και με τις δυνάμεις και την… … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… … Dictionary of Greek
μηχανολογικός — η, ο [μηχανολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηχανολογία ή στον μηχανολόγο. επίρρ... μηχανολογικά με μηχανολογικό τρόπο … Dictionary of Greek
παλινδρόμηση — Η κίνηση μπρος πίσω. Όρος που χρησιμοποιείται στη μηχανολογία, στην ιατρική και ιδιαίτερα στη μαιευτική. Π. της μήτρας είναι το σύνολο των ανατομικών μεταβολών που επιτελούνται στη μήτρα μετά τη λήξη του τοκετού. Οι μεταβολές αυτές συντελούνται… … Dictionary of Greek
παντογράφος — Όργανο κατάλληλο για τη γραφική αναπαραγωγή ενός σχεδίου σε διαστάσεις διαφορετικές από το πρωτότυπο. Η λειτουργία του π. βασίζεται στην ιδιότητα των όμοιων σχημάτων, τα οποία μηχανικά αναπαράγονται από ένα αρθρωτό παραλληλόγραμμο. Ο απλούστερος… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
μηχανολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μηχανολογία ή το μηχανολόγο: Μηχανολογικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)